-
1 μελασμός
μελ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελασμός
См. также в других словарях:
μελασμός — μελασμός, ὁ (Α) [μελαίνω] 1. το μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος λόγω νεκρώσεως 2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.) 3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα 4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα … Dictionary of Greek